συνεμπτώσεως

συνεμπτώσεως
συνεμπτώσεω̆ς , συνέμπτωσις
formal coincidence
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αρητάδης — (2ος αι. π.Χ.).Ερμηνευτής και κριτικός των ομηρικών κειμένων. Έζησε στην Αλεξάνδρεια. Στο έργο του Περί συνεμπτώσεως συνεχίζει σχετική εργασία του Αριστοφάνη του Βυζάντιου για τις λογοκλοπές και τις απομιμήσεις διαφόρων συγγραφέων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”